- φλου
- bulanık, belirsiz, askıda
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φλου — Ν επίρρ. 1. ασαφώς 2. σε εκκρεμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. flou «με χάρη, με αβρότητα»] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Καντάλ — (Cantal). Νομός (5.726 τ. χλμ., 150.778 κάτ. το 1999) της νοτιοκεντρικής Γαλλίας. Πρωτεύουσά του είναι η πόλη Οριγιάκ (30.600 κάτ.). Ο νομός αποτελεί κυρίως αγροτικό κέντρο, με βασικά προϊόντα τη σίκαλη, το σιτάρι, τη βρόμη και τις πατάτες. Οι… … Dictionary of Greek